- περιεσκεμμένος
- η , ο[ν]1) обдуманный; 2) осмотрительный, осторожный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιεσκεμμένος — περϊεσκεμμένος , περί σκέπτομαι look perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεσκεμμένως — ΝΜΑ επίρρ. με περίσκεψη, προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσκεμμένος τού περισκέπτομαι] … Dictionary of Greek
περισκέπτομαι — ΝΑ (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιεσκεμμένος, η, ο(ν) προσεκτικός, φρόνιμος, συνετός, μελετημένος αρχ. 1. (σε αχρησία ο ενεστ., αντί τού οποίου χρησιμοποιείται το περισκοπῶ) σκέπτομαι κάτι καλά, μελετώ με προσοχή, εξετάζω με περίσκεψη… … Dictionary of Greek